Το κάρμα έχει δυο τρόπους δημιουργίας και γιγάντωσης.
Ο πρώτος τρόπος είναι η ενοχή. Ενοχή που δημιουργούμε στον εαυτό μας, αλλά και στους άλλους για να τους χειριστούμε καλύτερα. Ενοχή που προκύπτει όχι μόνο από πράξεις, αλλά και από τον λόγο μας και από τις σκέψεις που κάνουμε. Στην ουσία, η λύση του κάρματος είναι το κόψιμο του φαύλου κύκλου των ενοχών. Η κατανόηση ότι, στην ουσία, η ενοχή είναι μια πλάνη, διότι δεν μπορώ να φταίω για πράγματα που δεν γνωρίζω. Για παράδειγμα, είμαι ένα παιδί που γεννήθηκε σε μια άπορη οικογένεια και έχω ενοχές που όλη η οικογένειά μου ζει μέσα στην φτώχεια, χωρίς φυσικά να ευθύνομαι γι’ αυτό. Ή, έχω ενοχές που η μητέρα μου υποφέρει και δεν εννοεί να εξελιχθεί, ώστε να είναι καλύτερα. Φυσικά και αυτό δεν ισχύει, γιατί το να μην είναι καλά η μητέρα μου αφορά μια επιλογή της, η οποια μάλιστα μπορεί να είναι και καρμικό της μάθημα.
Αν γνωρίζω που ακριβώς φταίω, στην χειρότερη περίπτωση έχω τύψεις και μπορώ άμεσα να αποκαταστήσω το λάθος μου, αν αφορά τον χώρο ευθύνης κάποιου άλλου. Όσο «μπαίνω» στην ενοχή και δεν κατανοώ ότι το δικό μου μάθημα είναι να διευρυνθώ και να μάθω να δέχομαι τις επιλογές των άλλων, οποίες και αν είναι, φτιάχνω κάρμα μαζί τους. Η περίπτωση που μπορώ να δώσω βοήθεια χωρίς να δημιουργήσω κάρμα, είναι κατά αρχήν να μου ζητηθεί και, δεύτερον, με αποστασιοποίηση. Υπάρχει η περίπτωση το αίσθημα ενοχής να αφορά μια προηγούμενη ενσάρκωση και να έχει κληρονομηθεί σε αυτή την ζωή.
Εδώ συναντάμε και τον δεύτερο τρόπο δημιουργίας κάρματος, που είναι η προσδοκία. Προσδοκία σημαίνει κάνω μια πράξη και προσδοκώ να καρπωθώ το αποτέλεσμα, χωρίς να έχω ρωτήσει το άλλο άτομο αν θέλει να μου το ανταποδώσει. Χειρίζομαι δηλαδή μια προσφορά μου για να επέμβω υπόγεια στην συνείδηση του άλλου, προσδοκώντας ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Η πορεία των πραγμάτων έχει αποδείξει ότι το αποτέλεσμα θα είναι καταστροφικό. Καλό είναι λοιπόν να λειτουργούμε με βάση τον νόμο της ευθείας ανταλλαγής. Μπορούμε να πούμε: «χρειάζομαι αυτό από εσένα, ή έχω να σου προσφέρω κάτι και δεν θέλω αντάλλαγμα ή θέλω ως αντάλλαγμα κάτι συγκεκριμένο», και να αφήσουμε τον άλλον να αποφασίσει αν θέλει ή όχι να έχει αυτή τη συναλλαγή μαζί μας.