Ο πρώτος στόχος, πριν ο μαθητής αρχίσει να διαλογίζεται συστηματικά, είναι να αντιληφθεί τις διαφορές ανάμεσα στο Κατώτερο και το Ανώτερο Εγώ και αφού τις εμπεδώσει και τις διακρίνει, να προσαρμόσει το κατώτερο προς το ανώτερο μέσω:
α) αυτοπαρατήρησης και
β) αποστασιοποίησης από τα πράγματα που ικανοποιούν το προσωπικό του Εγώ.
Αν αυτό το πρώτο και πιο ουσιαστικό βήμα δεν συνειδητοποιηθεί και δεν εφαρμοστεί, τότε ο αληθινός διαλογισμός είναι ανέφικτος.
Μια προσέγγιση της προσωπικότητας προς το υπερβατικό με ένα υποσυνείδητο γεμάτο προσκολλήσεις και εγωιστικές επιδιώξεις, θα οδηγήσει σε δεινά που θα επηρεάσουν και το ψυχικό και το φυσικό σώμα και θα κρατήσουν σε απόσταση τον υποψήφιο από τον πνευματικό στόχο τόσο όσο θα προβλέπει το κάρμα για μια τέτοια κακή μεταχείριση της ιερής αυτής μεθόδου.
Ένα απόσπασμα από μια επιστολή του Μάχα-Τσοχάν (Επιστολές των Διδασκάλων, σ.478) λέει: «Όλοι μας πρέπει να απαλλαγούμε από το Εγώ μας, τον ψεύτικο, φαινομενικό εαυτό, να αναγνωρίσουμε τον αληθινό μας Εαυτό, σε μια υπερβατική θεία ζωή. Και αν δεν είμαστε εγωιστές, θα πρέπει να αγωνιστούμε ώστε να δούν και οι άλλοι αυτή την αλήθεια και να αναγνωρίσουν την πραγματικότητα του υπερβατικού Εαυτού, τον Βούδδα, τον Χριστό ή τον Θεό του κάθε προσευχόμενου.»
Η προετοιμασία για τον διαλογισμό μπορεί να γίνεται βάσει ενός σχεδιαγράμματος το οποίο δίνει η διαλογιστική τεχνική, αλλά κυρίως είναι πρακτική επί καθημερινής βάσης. Ο ασκούμενος παρατηρεί τη συμπεριφορά του και αν αυτή δεν συμφωνεί με το πνευματικό πρότυπο, το επισημαίνει και επιδιώκει να μην το επαναλάβει. Σίγουρα η εξομοίωση με το πνευματικό μας πρότυπο είναι μια πολύ δύσκολη και μακροπρόθεσμη κατάκτηση. Όμως, αυτός που πραγματικά έχει συνειδητοποιήσει τον σκοπό της ζωής, δεν σταματά την προσπάθεια.